θεοτικός
Смотреть что такое "θεοτικός" в других словарях:
θεοτικός — ή και ιά, ό [θεότητα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό, που προέρχεται από αυτόν («θεοτικιά φωνή») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοτικό δυστύχημα που προέρχεται από τον θεό 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιληπτική σημασία) τα θεοτικά εικόνες… … Dictionary of Greek
θεοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο Θεό ή προέρχεται από Αυτόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)